- ποικιλοτέχνης
- ὁ, Αέμπειρος, ικανός σε ποικίλες τέχνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. αριστο-τέχνης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποικιλοτέχναι — ποικιλοτέχνης skilled in various arts masc nom/voc pl ποικιλοτέχνᾱͅ , ποικιλοτέχνης skilled in various arts masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek